- συνύφανση
- η / συνύφανσις, -άνσεως, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνύφανσις Α [συνυφαίνω]η ταυτόχρονη ύφανση σχεδίων, χρωμάτων ή υφαντικών υλών μέσα στο ίδιο ύφασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπλοκή — ἡ, Α [παραπλέκω] 1. συνύφανση 2. ανάμιξη, ένωοη, ανακάτωμα («χυμῶν παραπλοκή», Σέξτ. Εμπ.) 3. μίξη 4. μτφ. παρεμβολή («τὰς παραπλοκὰς τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ», Ερμογ.) … Dictionary of Greek
συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως … Dictionary of Greek
σύννησις — ήσεως, ἡ, Α [συννήθω] συνύφανση, στενή συνάφεια … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek